Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν τῇ παρόδῳ

См. также в других словарях:

  • παρόδῳ — πάροδος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… …   Dictionary of Greek

  • AENON — locus Palaestinae ad Iordanem fluv. ubi D. Ioannes Baptista baptizabat, a Scythopoli 8. mill. pass. in Austrum. Locus hic non confundendus cum Aenan, ut Baronius facit, propterea quod utramque vocem significare fontem dicit Hieronym. Hic enim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] …   Dictionary of Greek

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές …   Dictionary of Greek

  • παραδιηγούμαι — έομαι, Α διηγούμαι κάτι παρενθετικά ως κάτι διάφορο και ξένο προς την κυρίως διήγηση, διηγούμαι υπό μορφή παρεκβάσεως, «εν παρόδῳ» …   Dictionary of Greek

  • παραδρομάδην — Α επίρρ. παρενθετικά, «εν παρόδω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδρομος + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

  • παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… …   Dictionary of Greek

  • παραθέω — Α 1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου 2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου 3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω 4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας 5. υπερβάλλω 6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος...… …   Dictionary of Greek

  • παραισθάνομαι — Α 1. παρατηρώ ή ακούω κάτι «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία 2. υπόκειμαι σε εσφαλμένες αντιλήψεις, εννοώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αισθάνομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»