-
1 παρόδω
-
2 παρόδῳ
-
3 παρόδῳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρόδῳ
-
4 мимоходом
мимоходомнареч·1. (по дороге) περαστικός, περνώντας, ἐν παρόδω·2. (между прочим) ἐν παρόδω, ἀνάμεσα στ' ἀλλα; упомяиу́ть \мимоходом ἀναφέρω ἐν παρόδω. -
5 πάρ-οδος
πάρ-οδος, ἡ, 1) der Weg vorbei, παρὰ πύργον, Thuc. 3, 21 u. Folgde; ἐν τῇ παρόδῳ, im Vorbeigehen, Thuc. 1, 126; ἐκ παρόδου, ἐν παρόδῳ, beiläufig, Pol. 5, 68, 8 u. Sp. – 2) der Weg zu Etwas heran, Xen. An. 4, 7, 4 Hell. 6, 4, 27 u. A. – 3) das Auftreten, z. B. eines Redners, bes. aber das erste feierliche Auftreten des Chors in der Orchestra, welches von den Seiten her geschah, und der Zugang selbst, durch welchen der Chor eintrat, und der erste Gesang, den der gesammte Chor in der Tragödie nach seinem Auftreten anstimmte, s. Herm. Arist. poet. 12; vgl. Poll. 4, 108. 126. 128; ἐκ παρόδων παρέρχεσϑαι, im Ggstz κατὰ μέσας τὰς ϑύρας, Ath. XIV, 622 c. – Uebertr. sagt Plut. def. orac. 39 τοῖς τότε λόγοις αὐτὸς ἀρχήν τινα καὶ πάροδον ἐνδέδωκας. – 4) auf dem Schiffe ein Gang über die ganze Länge des Verdeckes neben den Rudern hin, agea der Lat., Poll. 1, 88, παρὰ τοὺς ϑρανίτας; vgl. Ath. V, 203 f; Plut. Demetr. 43.
-
6 παροδος
ἥ1) проход, переход, дорога(παρὰ πύργον Thuc.)
2) прохождение, путь3) проход вдоль палубы ( мимо гребцов) Plut.4) парод ( первый выход хора в трагедии) -
7 вскользь
вскользьнареч ἐν παρόδω, ἀκροθιγώς, φευγαλέα, μεταξύ ἄλλων:упомянуть \вскользь ἀναφέρω ἐν παρόδω. -
8 πάροδος
πάρ-οδος, ἡ, (1) der Weg vorbei; ἐν τῇ παρόδῳ, im Vorbeigehen; ἐκ παρόδου, ἐν παρόδῳ, beiläufig; (2) der Weg zu etwas heran; (3) das Auftreten, z. B. eines Redners, bes. aber das erste feierliche Auftreten des Chors in der Orchestra, welches von den Seiten her geschah, und der Zugang selbst, durch welchen der Chor eintrat, und der erste Gesang, den der gesamte Chor in der Tragödie nach seinem Auftreten anstimmte; (4) auf dem Schiffe ein Gang über die ganze Länge des Verdeckes neben den Rudern hin, agea der Lat. -
9 υποστελλω
1) свертывать, убирать(ἱστία Pind.)
2) отводить(στρατόν Plut.)
ὑπεστάλκει τοὺς ἱππεῖς ὑπὸ βουνόν Polyb. — он отвел всадников за холм3) ( чаще ὑ. ἑαυτόν и med.) отходить, отступатьὑ. τινὸς τῇ παρόδῳ Diog.L. — расступаться перед кем-л., давать кому-л. дорогу;
ὑπό τινι ὑπεσταλκώς Polyb. или αὑτὸν ὑπεσταλκώς τινι Plut. — отступивший за кого(что)-л., укрывшийся за кем(чем)-л.;οὐχ ὑ. τοῦ μέ ποιεῖν τι NT. — не уклоняться οτ чего-л.4) уступать(οὐδενὴ ἑτέρῳ Sext.)
ὑ. λόγῳ Eur. — уступать (поддаваться) уговорам5) med. воздерживаться(τῆς τροφῆς Arst.)
6) med. сдерживаться, умалчивать, скрывать(μηδὲν ὑποστειλάμενος Isocr.)
οὐδὲν ὑποστελλομένου πρός τινα Dem. — ни в чем не таясь перед кем-л. -
10 попутно
попу́тн||онареч ἐν παρόδω, παρέργως, ταυτοχρόνως (в то же время)! παράλληλα, παραλλήλως (параллельно). -
11 упоминать
упоминатьнесов, упомянуть сов μνημονεύω, ἀναφέρω:\упоминать вскользь ἀναφέρω ἐν παρόδω. -
12 εν
(εμ, ελ, εγ, ερ) πρόθ. με δοτ.1) (при обознач, места): εν Αθήναις в Афинах; εν μέση οδώ а) посредине улицы; б) прямо на улице; η κυβέρνησις παραμένει εν τη εξουσία правительство остаётся у власти; 2) (при обознач, средства, орудия): εν ονόματι τού νόμου именем закона; εν πεζώ λόγω в прозе: εν στίχοις в стихах; З) (при обознач, способа действия); εν παρόδω между прочим, мимоходом; εν περιλήψει или εν συντομία вкратце; 4) (при обознач, времени): εν όσω εβαδίζομεν... пока мы шли...; εν καιρώ ειρήνης в мирное время; εν μιά ημέρα в один день, в течение одного дня; εν έτει 1976 в 1976 году; 5) (при обознач, состояния, положения): εν πλω в плавании; εν αποστρατεία в отставке; εν κινδύνω в опасности; εν πλήρει συνειδήσει в полном сознании; полностью сознавая; εν πλήρει εξαρτήσει в полном подчинении; αυτό συνέβη εν απουσία μου (εν αγνοία μου) это произошло в моё отсутствие (без моего ведома); εν αναμονή в ожидании; ο νόμος παραμένει εν ισχύϊ закон остаётся в силе; § εν ανάγκη в случае необходимости; εν χρήσει в употреблении; εν τάξει всё в порядке; есть; договорились; порядок (разг) εν γνώσει τού πράγματος в курсе дела; εν στολή воен, в форме; εν καιρώ в подходящее время; εν τω μεταξύ между тем; εν ριπή οφθαλμού в мгновение ока; εν πομπή και παρατάξει с помпой, торжественно; εν ιδρώτι τού προσώπου μου в поте лица; υπογράφω εν λευκώ давать карт-бланш -
13 in passing
(while doing or talking about something else; without explaining fully what one means: He told her the story, and said in passing that he did not completely believe it.) παρεπιμπτόντως,εν παρόδω -
14 passing
1) (going past: a passing car.) διερχόμενος,περαστικός2) (lasting only a short time: a passing interest.) παροδικός,εφήμερος3) ((of something said) casual and not made as part of a serious talk about the subject: a passing reference.) εν παρόδω -
15 мимоходом
επίρ.1. περνώντας, διαβαίνοντας, διαβατικά, περαστικά (για λίγο).2. ταυτόχρονα, συνάμα. || παροδικά, εν παρόδω, μεταξύ των άλλων. -
16 попутно
επιρ. συνάμα, ταυτόχρονα, σύγχρονα, εν παρόδω. -
17 παροδικός
2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i. e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30.II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. - κῶς in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1.III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv.- κῶς ib.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροδικός
-
18 ὑποστέλλω
A draw in, contract, ὑπέστειλ' ἱστίον made him furl his sail, Pi.I.2.40, cf. Arist.Mech. 851b10 ([voice] Med.); ὑ. τὴν οὐράν tuck down the tail, of dogs, Ammon.Diff.p.27 V.; τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις with closed fingers, Aristaenet.1.10;γαστὴρ ὑπεσταλμένη Philostr. Gym.34
.2 reduce, in [voice] Pass., to be reduced, ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος (sc. τῆς καθάρσεως) Sor.1.22; to be limited,τῷ λεχθέντι ἀριθμῷ Ph.1.29
.3 draw back for shelter,ὑπὸ βουνόν τινα τοὺς ἱππεῖς Plb.11.21.2
, cf. Plu.Crass.23,26; ὑ. ἑαυτόν shelter oneself behind, τινι or ὑπό τι, Id.Arat.47, Plb.7.17.1; with ἑαυτόν omitted, Id.6.40.14, etc.: metaph.,ἑαυτόν Ep.Gal.2.12
, cf. Hld.7.26.4 intr., to be reduced in size, Callix.1; to be subordinate,οὐδενὶ ἑτέρῳ S.E.M.8.32
, cf. Ph.2.335, 357.5 draw back, φασὶ τοὺς θορυβώδεις καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῦ τῇ παρόδῳ drew back to let him pass, D.L.4.6; of troops, a little in the rear,Ael.
Tact.19.7; ἔχειν ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας have the nails not projecting beyond the finger-tips, Sor.1.3, cf. 18.6 take away, remove, in [voice] Pass., A.D. Adv.203.22; to be excepted, Id.Pron.30.8, al.7 belong, c. dat., POxy.486.22 (ii A. D.), 1502v.3 (iii A. D.), PFlor.47.8,29 (iii A. D.);τῇ συγγραφοδιαθήκῃ POxy.1102.14
(ii A. D.); τῷ νυνὶ ἀμφοδογραμματεῖ, i.e. fall within his authority, ib.2131.13 (iii A. D.); to be subjected,ποιναῖς πρός τινος Lyd.Mag.3.70
.II in [voice] Med., place restrictions on oneself or another, reduce diet, Hp.Aph.1.11: c. gen., abstain from,τῆς τροφῆς Arist.Pr. 864b36
;ὀπώρας Aret.CA1.1
.2 avoid,χειμῶνα Hp.Aph.4.6
; shrink from,οὐδένα.. κίνδυνον SIG 442.10
(Erythrae, iii B. C.), cf. IG12(8).53.6 (Imbros, ii B. C.); ; ὁ μηδὲν ὑποστειλάμενος πρὸς ὕβριν one who has stuck at nothing, D.21.70.3 shrink before, hold in undue awe,τὴν Δημάδου δύναμιν Din.1.11
;οὐ γὰρ μὴ ὑποστείληταί σε LXX Ex.23.21
, cf. De.1.17, Wi.6.7; ὑποστείλασθαί τι δεῖ πρὸς τὸν τοιοῦτον ὑμᾶς καὶ αἰσχυνθῆναι; need you hold back.. ? Din.3.13: abs., Ael.NA7.19; draw back, Ep.Hebr.10.38.4 ὑποστέλλεσθαι λόγῳ place restrictions on oneself in speech, E.Or. 607 (only here in Trag.); without λόγῳ, refrain from saying,οὐ μὴν οἶμαι δεῖν.. ὑποστείλασθαι περὶ ὧν ὑμῖν συμφέρειν ἡγοῦμαι D.1.16
;οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν Act.Ap.20.20
, cf. 27;οὔτε μέγα οὔτε μικρὸν ἀποκρυψάμενος.. οὐδ' ὑποστειλάμενος Pl.Ap. 24a
; οὐδὲν or μηδὲν ὑποστειλάμενος with no reserve, Isoc.6.89, 8.41, 9.39, D.4.51; make reservations, Phld.Rh.1.109, 110 S.;ὀμνύω μὴ ὑπεστάλθαι POxy.246.26
(i A. D.); περὶ τῶν μόσχων, .. οὗ ἕνεκεν ὑπεσταλμένοι εἰσίν dub. sens. in PCair.Zen.412.24 (iii B. C.).5 = διαλανθάνω, delitesco, Gloss.; so perh. in Gal.7.646.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστέλλω
См. также в других словарях:
παρόδῳ — πάροδος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek
AENON — locus Palaestinae ad Iordanem fluv. ubi D. Ioannes Baptista baptizabat, a Scythopoli 8. mill. pass. in Austrum. Locus hic non confundendus cum Aenan, ut Baronius facit, propterea quod utramque vocem significare fontem dicit Hieronym. Hic enim… … Hofmann J. Lexicon universale
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek
πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά … Dictionary of Greek
παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές … Dictionary of Greek
παραδιηγούμαι — έομαι, Α διηγούμαι κάτι παρενθετικά ως κάτι διάφορο και ξένο προς την κυρίως διήγηση, διηγούμαι υπό μορφή παρεκβάσεως, «εν παρόδῳ» … Dictionary of Greek
παραδρομάδην — Α επίρρ. παρενθετικά, «εν παρόδω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδρομος + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… … Dictionary of Greek
παραθέω — Α 1. τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου 2. τρέχω κατά μήκος ενός τόπου 3. (κυριολ. και μτφ.) ξεφεύγω προς τα πλάγια ή προς τα έξω 4. ξεπερνώ κάποιον τρέχοντας 5. υπερβάλλω 6. πραγματεύομαι κάτι παρενθετικά, «εν παρόδω» («οἷον ὁρᾷς καὶ Ὅμηρος...… … Dictionary of Greek
παραισθάνομαι — Α 1. παρατηρώ ή ακούω κάτι «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία 2. υπόκειμαι σε εσφαλμένες αντιλήψεις, εννοώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αισθάνομαι] … Dictionary of Greek